- ευκέφαλος
- εὐκέφαλος, -ον (Α)αυτός που έχει καλή κεφαλή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκέφαλος — with a good head masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκέφαλον — εὐκέφαλος with a good head masc/fem acc sg εὐκέφαλος with a good head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκέφαλοι — εὐκέφαλος with a good head masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκράς — (I) εὐκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ (Α) 1. (για θερμοκρασία, κλίμα κ.λπ.) εύκρατος, ήπιος («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.) 2. μτφ. ήπιος, σεμνός («ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκράς ἐγένεθ », Ευρ.) 3. (για κρασί) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek